ΠΡΙΝ ΑΠΟ 41 ΧΡΟΝΙΑ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΠΕΡΑΣΕ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Στις 20 Μαρτίου κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου με τίτλο "Μαύρα μάτια, Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920",
ένα οδοιπορικό στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του Μάρκου στη Σύρα.
ένα οδοιπορικό στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του Μάρκου στη Σύρα.
Ο Μάνος Ελευθερίου ασχολείται στο βιβλίο αυτό με τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του Μάρκου (από το 1905 έως το 1920), όσο έμεινε στη Σύρα, με βάση όμως μόνο όσα θυμόταν ο ίδιος πριν παραδοθούν στην Αθανασία.
Η προσωπική μαρτυρία του ίδιου του Βαμβακάρη είναι μια εξαίσια δημοτική γλώσσα. Από την άλλη, στις περιγραφές των εφημερίδων για τους χορούς, στις αστυνομικές διατάξεις και στα δικαστικά έγγραφα, που φωτίζουν περισσότερο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της συριανής κοινωνίας εκείνου του καιρού, η καθαρεύουσα δίνει τα φτερά αυτής της σκοτεινής κι ωστόσο λαμπρής, για πολλά πράγματα, εποχής. Σε ηλικία 12 χρονών εργάστηκε ως εφημεριδοπώλης. Στη συνέχεια τον βρίσκουμε υπάλληλο σε οπωροπωλείο και αργότερα εργάζεται σε πρακτορείο εφημερίδων μέχρι το 1919, οπότε και εγκαταλείπει το γενέθλιο νησί του και εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου δουλεύει ως ανθρακεργάτης.
Το καλειδοσκοπικό αυτό κείμενο που κυκλοφόρησε στις 20 Μαρτίου πλαισιώνεται από πλούσιο αρχειακό, εικονογραφικό υλικό, και περιλαμβάνει επίσης ένα μικρό εισαγωγικό κείμενο του συγγραφέα και μουσικού Θωμά Κοροβίνη.
~~~
«Ακόμη θυμάμαι την αφισέτα ή φέϊγ βολάν, τον Νοέμβριο 1971, κολλημένη στο πίσω μέρος του Πανεπιστημίου, το τελευταίο σήμα της επίγειας ζωής του Μάρκου Βαμβακάρη:
Πεδιά μου ελάτε να με ακούσετε στην Μαργό, σε παλεά μου και νέα τραγούδια. Μάρκος Βαμβακάρης.
Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι Αθάνατοι».
Μάνος Ελευθερίου
~~~
«Ο Μάρκος είναι ένας φίλος γκαρδιακός που δεν παλιώνει ποτέ. Αναρωτιέμαι συχνά κάθε φορά που τον ακούω, είτε σε χαμηλή υπόκρουση ταβερνοσυμποσίων είτε όταν εισβάλλει απρόσμενα ανάμεσα σε ουδέτερες ή ανούσιες ραδιοφωνικές ανθολογήσεις είτε σε κατά μόνας ακροάσεις απ’ το εσαεί ψυχωφελές γραμμόφωνο, πώς γίνεται και με κάνει να νιώθω ένα βαθιά διαβρωτικό και ανυπεράσπιστο μα λυτρωτικό κάψιμο. Σαν να σκαλίζει όλο τον κόσμο της ψυχής, σαν να τη μουσκεύει και βρίσκοντας ό,τι παρθένο μετά βίας διαφυλάχτηκε να το διακορεύει. [...]
“Σ’ αυτόν πατήσανε όλοι” πίστευε ο αγαπημένος του μαθητής Μπιθικώτσης. Για να βρει μια θέση η τιμή της Τέχνης του δίπλα σ’ εκείνες των Δημιουργών που ενδυναμώνουν την ευψυχία του Γένους και χτίζουν το πάνθεον της νεοελληνικής μυθολογίας αλλά και ευρύτερα της ιστορίας μας, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Χαλεπάς… Μα πέραν αυτών, ονομάτων που δεν σημειώνουμε και εκδοχών που δεν τολμάμε συχνά να διατυπώσουμε, και για το ρίσκο του πράγματος και για να μην αδικήσουμε μοιραία κάποιους που τυχαίνει να λησμονήσουμε, σημασία έχει η έντονη και διαχρονική αίσθηση: Ο Μάρκος σε καίει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου